- προὐχόντων
- προεχόντων , προέχωhold beforepres part act masc/neut gen plπροεχόντων , προέχωhold beforepres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προυχόντων — προεχόντων , προέχω hold before pres part act masc/neut gen pl προεχόντων , προέχω hold before pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OSCHOPHORIA — festa Atheniensium, hanc ob causam instituta. Athenienses ob caedem Androgeo, Cretensibus ad 9. Ann. poenae causâ 7. adolescentes, totidemque puellas, oraculi iussu, pendere cogebantur. Cumque tertia pensio iam exigeretur, Theseus cum reliquis… … Hofmann J. Lexicon universale
Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… … Dictionary of Greek
ζαΐμης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών, από την Κερπινή Καλαβρύτων. 1. Αλέξανδρος. Βλ. λ. Ζαΐμης, Αλέξανδρος. 2. Ανδρούτσος (; – 1792). Διετέλεσε μωραγιάννης (έπαρχος στον Μοριά, εξαρτημένος από τον σουλτάνο). Συμμετείχε ενεργά στην… … Dictionary of Greek
Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… … Dictionary of Greek
Λεονάρδος ο Χίος — (Χίος 1395/6 – 1482). Λόγιος και κληρικός. Αρχικά έγινε μοναχός και έπειτα με δαπάνες των προυχόντων της Χίου, Ιουστινιανών, σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του δίδαξε θεολογία στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης… … Dictionary of Greek
Σιδέρης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, η οποία καταγόταν από το Μεσολόγγι. 1. Δημήτριος. Πλοιοκτήτης. Διάθεσε και απόλεσε όλα τα πλοία του στην επανάσταση του Ορλώφ (1770). 2. Ποθητός. Γιος του προηγούμενου. Διάθεσε όλα τα πλοία του για τον… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… … Dictionary of Greek